βαθυγάλαζος

βαθυγάλαζος
-η, -ο
αυτός που έχει βαθύ, σκούρο γαλάζιο χρώμα: Βαθυγάλαζη η πανέμορφη θάλασσα απλωνόταν μπροστά μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γεράνιος — (I) γεράνιος, η (Μ) [γέρανος] 1. είδος εμπλάστρου 2. ουσία που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές. (II) α, ο και γερανιός και γερανός και γερανέος (Μ γεράνιος) ο βαθυγάλαζος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Το μσν. γεράνιος συσχετίστηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • γερανάτος — η, ο ο βαθυγάλαζος. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το επίθ. γερανάτος ισχύει ό,τι και για το γεράνιος* με διαφορά στο επίθημα] …   Dictionary of Greek

  • κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… …   Dictionary of Greek

  • μπλάβος — α, ο, θηλ. και η βαθυγάλαζος, βαθυκύανος, μπλε σκούρος («μπλάβα μάτια, πλάνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. blavo < μσν. λατ. blavus < αρχ. γερμ. blaw …   Dictionary of Greek

  • βαθυγάλανος — η, ο ο βαθυγάλαζος: Βαθυγάλανος ουρανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλάβος — α, ο (λ. βενετ.), βαθυγάλαζος, μελανός: Το μάτι του έγινε μπλάβο από τη γροθιά που έφαγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”